- δικαιόγραφο
- το(νομ.) έγγραφο με το οποίο αποδεικνύεται ένα δικαίωμα ή τίτλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικαιόγραφο — το (νομ.), έγγραφο με το οποίο αποδεικνύεται κάποιο δικαίωμα, τίτλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… … Dictionary of Greek
χρηματόγραφο — το, Ν (παλ. όρος) δικαιόγραφο που έχει ως αντικείμενο κάποια χρηματική παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + γράφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον πληθ. χρηματόγραφα, μαρτυρείται από το 1894 στη Λογοδοσία πρυτάνεως πανεπιστημίου] … Dictionary of Greek